- κελαινόχρως
- κελαινό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,A black-coloured,
σίλφη AP9.251
(Even.), prob. l. in A.Supp.785 (lyr.): also [suff] κελαινό-χροος, ον, Man.4.261.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σίλφη AP9.251
(Even.), prob. l. in A.Supp.785 (lyr.): also [suff] κελαινό-χροος, ον, Man.4.261.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελαινόχρως — κελαινόχρως, ωτος, ὁ, ἡ και κελαινόχρους, ουν (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρη χροιά, μελαψό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + χρως (< χρώς «επιδερμίδα, χροιά»), πρβλ. απαλό χρως, μελάγ χρως. Ο τ. κελαινόχρους < κελαινός + χρους (< χρους <… … Dictionary of Greek
κελαινόχρως — black coloured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… … Dictionary of Greek
κελαινόχρους — κελαινόχρους, ουν και οος, οον (Α) βλ. κελαινόχρως … Dictionary of Greek